-
1 πλασμα
- ατος τό1) лепное изображение, изваяние(π. κήρινον Plat.)
2) подделка, подлог(π. ὅλον ἥ διαθήκη Dem.)
3) вымысел(ἄλογος καὴ πλάσματι ὅμοιος Arst.)
4) деланность, притворство, манерность(τὸ π. καὴ μαλακόν Plut.)
1 πλασμα
(π. κήρινον Plat.)
(π. ὅλον ἥ διαθήκη Dem.)
(ἄλογος καὴ πλάσματι ὅμοιος Arst.)
(τὸ π. καὴ μαλακόν Plut.)